- λήθαργος
- assoupissement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λήθαργος — biting secretly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… … Dictionary of Greek
λήθαργος — ο βαθύς και συνεχής ύπνος, νάρκη: Νύσταζε τόσο που μόλις ξάπλωσε έπεσε σε λήθαργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερινοποίηση ή καλοκαιρινός λήθαργος — Είδος νάρκης στην οποία καταφεύγουν το καλοκαίρι πολλοί φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί για να αντιμετωπίσουν την ξηρασία, την απώλεια υγρασίας και τη μειωμένη παρουσία τροφής. Κατά τη διάρκειά της ο ρυθμός αύξησης του οργανισμού μειώνεται αισθητά… … Dictionary of Greek
λήθαργον — λήθαργος biting secretly masc/fem acc sg λήθαργος biting secretly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργοις — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργου — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργους — λήθαργος biting secretly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργων — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθάργῳ — λήθαργος biting secretly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθαργε — λήθαργος biting secretly masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)